- φοιβαίνω
- φοιβ-αίνω,A clean, Hsch.; φοιβανάτω ([tense] aor. imper.)
δέ τις ἀσάμινθον Anon.
ap. EM797.7.2 = φοιβάζω 1.1, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δέ τις ἀσάμινθον Anon.
ap. EM797.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φοιβαίνω — Α [φοῑβος / Φοῑβος] 1. (κατά τον Ησύχ. και το Μέγα Ετυμολογικόν) καθαίρω, εξαγνίζω 2. προφητεύω, φοιβάζω* … Dictionary of Greek
αφοίβαντος — ἀφοίβαντος, ον (Α) αυτός που δεν έχει καθαρθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + φοιβαίνω (Η σύχ.) «λαμπρύνω, καθαρίζω»] … Dictionary of Greek